- θεο-λωβήτης
θεο-λωβήτης, ὁ, die Götter lästernd, Man. 4, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-λωβήτης, ὁ, die Götter lästernd, Man. 4, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεολωβήτης — θεολωβήτης, ό (Α) αυτός που βρίζει τους θεούς, ο βλάσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λωβητής (< λωβώμαι)] … Dictionary of Greek