- λιθο-φόρος
λιθο-φόρος, Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιϑοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-φόρος, Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιϑοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
φλογοφόρος — α, ο / φλογοφόρος, ον, ΝΜ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει μέσα του φλόγα μσν. (για πολύτιμο λίθο) αυτός που εκπέμπει λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φόρος*] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek