- λιθ-ουλκός
λιθ-ουλκός, Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθ-ουλκός, Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφουλκός — ξιφουλκός, όν (Α) αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
οστεουλκός — ο (Α ὀστεουλκός) λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
πλινθουλκός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
λιθουλκός — ό (AM λιθουλκός, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη αρχ. αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή … Dictionary of Greek