λιθ-ουργός

λιθ-ουργός

λιθ-ουργός, Steine bearbeitend, behauend, Thuc. 4, 69, σιδήρια, 4, 4; neben τέκτονες, Plut. Pericl. 12; Bildhauer, Arist. eth. 6, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκουργός — ο / χαλκουργός, όν, ΝΜΑ αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κατεργασία τού χαλκού, με την κατασκευή χάλκινων αντικειμένων, χαλκεύς, χαλκωματάς αρχ. αυτός που παράγει χαλκό («χαλκουργὰ μέταλλα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ουργός… …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργός — ο (Α ξυλουργός και ξυλοεργός) τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία τού ξύλου, μαραγκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • σηματουργός — ὁ, Α τεχνίτης που κατασκεύαζε εμβλήματα για ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα, ατος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. λιθ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • σημειουργός — ὁ, Α θαυματουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. λιθ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • φυτουργός — όν, ΜΑ, και φυτοεργός, όν, Α 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου 2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτουργός κηπουρός και κυρίως αμπελουργός αρχ. μτφ. (με ή… …   Dictionary of Greek

  • λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”