- λιθο-τέκτων
λιθο-τέκτων, ονος, ὁ, Schol. Il. 4, 110 = λιϑοδόμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-τέκτων, ονος, ὁ, Schol. Il. 4, 110 = λιϑοδόμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek