- λιθο-στεγής
λιθο-στεγής, ές, mit Steinen gedeckt, ϑάλαμος, Schol. Lycophr. 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-στεγής, ές, mit Steinen gedeckt, ϑάλαμος, Schol. Lycophr. 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευστεγής — εὐστεγής, ές (Α) στεγασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεγής (< στέγος (το) «σκεπή»), πρβλ. λιθο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] … Dictionary of Greek
ουρανοστεγής — οὐρανοστεγής, ές (Α) φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» ο άθλος τού να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο στεγής] … Dictionary of Greek
ταυτοστεγής — ές, Μ αυτός που ζει κάτω από την ίδια στέγη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + στεγής (< στέγος, τὸ), πρβλ. λιθο στεγής] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μαορί ή Μάορι — (Maori). Λαός της Νέας Ζηλανδίας με καταγωγή από την Πολυνησία. Η έλευσή τους στη Νέα Ζηλανδία κυμαίνεται μεταξύ 9ου και 13ου αι., με πιθανή αφετηρία τα νησιά Ραροτόνγκα και Ραϊατέα. Οι ίδιοι βασίζονται περισσότερο στην προφορική παράδοση και όχι … Dictionary of Greek