- παρ-ακολούθησις
παρ-ακολούθησις, ἡ, das Folgen, Erfolgen, Sp.; oft Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ακολούθησις, ἡ, das Folgen, Erfolgen, Sp.; oft Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek