- θεο-δήλητος
θεο-δήλητος, = ϑεοβλαβής, μιαιφονία Ep. ad. 465 (IX, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-δήλητος, = ϑεοβλαβής, μιαιφονία Ep. ad. 465 (IX, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδήλητος — θεοδήλητος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντρο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… … Dictionary of Greek
ξιφοδήλητος — ξιφοδήλητος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος 2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» με θάνατο που επήλθε από ξίφος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω,… … Dictionary of Greek
συοδήλητος — ον, Α αυτός που φονεύθηκε από κάπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek