- θεο-βλαβής
θεο-βλαβής, ές, von Gott geschädigt, zur Strafe von Gott mit Wahnsinn od. Geistesverblendung geschlagen, übh. unsinnig; Her. 1, 127. 8, 137; Sp., D. Hal. 4, 6, oft. – Adv., Poll. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-βλαβής, ές, von Gott geschädigt, zur Strafe von Gott mit Wahnsinn od. Geistesverblendung geschlagen, übh. unsinnig; Her. 1, 127. 8, 137; Sp., D. Hal. 4, 6, oft. – Adv., Poll. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
ιχνοβλαβής — ἰχνοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek