- παρ-ακολουθητικός
παρ-ακολουθητικός, ή, όν, zum Folgen, Versteben gehörig; M. Ant. 5, 9; Epict. u. a. Sp. – Adv., καὶ εἰδότως, M. Ant. 6, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ακολουθητικός, ή, όν, zum Folgen, Versteben gehörig; M. Ant. 5, 9; Epict. u. a. Sp. – Adv., καὶ εἰδότως, M. Ant. 6, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek