- θεο-δερκής
θεο-δερκής, ές, Gott erblickend, Synes. H. 3, 584.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-δερκής, ές, Gott erblickend, Synes. H. 3, 584.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδερκής — θεοδερκής, ές (Α) αυτός που βλέπει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δερκής (< δέρκομαι), πρβλ. οξυ δεκρής, παν δερκής] … Dictionary of Greek