- θελξι-μελής
θελξι-μελής, ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελξι-μελής, ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek
θηλυμελής — θηλυμελής, ές (Α) (για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, θελξι μελής] … Dictionary of Greek
λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θελξιμελής — θελξιμελής, ές (Α) αυτός που θέλγει με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, παμ μελής] … Dictionary of Greek