θεη-δόκος

θεη-δόκος

θεη-δόκος, Gott aufnehmend, Nonn. par. 11, 4; auch ϑεηδόχος, Dion. 13, 96.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεηδόκος — θεηδόκος, ή (Α) (για τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή τής Μάρθας και τού Λαζάρου) η οικοδέσποινα που φιλοξένησε, που δέχθηκε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα δόκος, παν δόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”