- θεο-είκελος
θεο-είκελος, = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-είκελος, = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροείκελος — μακροείκελος, ον (Α) κάπως μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. αγαθ είκελος, θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
οφιείκελος — ὀφιείκελος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
πανείκελος — ον, Α 1. ο εντελώς όμοιος με κάποιον, πανόμοιος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανείκελον με εντελώς όμοιο τρόπο, πανόμοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
πατροείκελος — ον, Μ όμοιος με τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
φλογοείκελος — ον, Α αυτός που έχει την όψη φλόγας, φλογοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
χριστοείκελος — ον, Μ εκκλ. χριστοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
θεοείκελος — θεοείκελος, ον (AM) αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + είκελος «παρόμοιος»] … Dictionary of Greek