- θελγίν
θελγίν, ῖνος, ὁ, s. τελχίν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελγίν, ῖνος, ὁ, s. τελχίν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελγίν — θελγίν, ῖνος, ό (Α) [θέλγω] (κατά τον Ησύχ.) «θελγῖνες τελχῖνες γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί» … Dictionary of Greek
Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… … Dictionary of Greek
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek