θεο-γαμία

θεο-γαμία

θεο-γαμία, , Götterhochzeit, VLL,; θεογάμια, τά, Vermählungsfeier der Persephone in Sicilien, Poll. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεογαμία — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογαμία, ἡ (Α) 1. γάμος τών θεών 2. (στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • κυνογαμία — κυνογαμία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) τα κυνογάμια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. θεο γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • λαθρογαμία — η (AM λαθρογαμία) κρυφός ή παράνομος γάμος νεοελλ. μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, θεο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • ιδιογάμια — ιδιογάμια, τά (Α) ο γάμος ενός ζευγαριού, η μονογαμική σχέση σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γαμια (< γάμιος < γάμος), πρβλ. θεο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • θεογάμια — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογάμια, τά (Α) γιορτή στη Σικελία για τον γάμο τής… …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”