θελκτικός

θελκτικός

θελκτικός, dasselbe, τὰ ϑελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάϑη Schol. Pind. P. 1, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελκτικός — ή, ό (Α θελκτικός, ή, όν) [θέλγω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»). επίρρ... θελκτικώς και ά με ελκυστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • θελκτικός — ή, ό γοητευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θελκτικά — θελκτικός neut nom/voc/acc pl θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc/acc dual θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικόν — θελκτικός masc acc sg θελκτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικαῖς — θελκτικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικαί — θελκτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικοῖς — θελκτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικωτάτη — θελκτικός fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικῆς — θελκτικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικῇ — θελκτικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικήν — θελκτικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”