θεο-επής, von Gott gesagt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
μουσοεπής — μουσοεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με μουσικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + επής (< ἔπος), πρβλ. αληθο επής, θεο επής] … Dictionary of Greek