- θεο-μυσής
θεο-μυσής, ἀνήρ, durch ein Vergehen gegen die Götter befleckt, gottverhaßt, Aesch. Eum. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-μυσής, ἀνήρ, durch ein Vergehen gegen die Götter befleckt, gottverhaßt, Aesch. Eum. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεομυσής — θεομυσής, ές (Α) ο μιασμένος από αμάρτημα που έκανε προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυσής (< μύσος «ακαθαρσία, βδέλυγμα»), πρβλ. πρωτο μυσής, χερο μυσής] … Dictionary of Greek
πρωτομυσής — ές, ΜΑ ο πρώτος που μιάνθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μύσης (< μύσος «μίασμα») πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek
χαιρομυσής — ές, ΜΑ αυτός που χαίρεται να κάνει κακουργήματα (α. «χαιρομυσῆ λήσταρχον κακεργάτην», Κ Μανασσ. β. «χαιρομυσῆ φόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek
χειρομυσής — και χερομυσής και διορθ. τ. χαιρομυσής, ές, Α αυτός που μολύνει τα χέρια του με φονικό αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek