λεοντίσκος

λεοντίσκος

λεοντίσκος, , dim. von λέων, scheint nur als nom. propr. vorzukommen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λεοντίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεοντίσκος — (3ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Ο Πλίνιος τον θεωρούσε δευτερεύοντα καλλιτέχνη και ανέφερε δύο έργα του, την Αρπίστρια και τον Άρατο τροπαιοφόρο. Για το πρώτο δεν είναι τίποτα γνωστό, ενώ για το δεύτερο πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί… …   Dictionary of Greek

  • Λεοντίσκον — Λεοντίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՌԻՒԾԱԿՈՐԻՒՆ — (րեան.) NBH 1 0305 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. λεοντιδεύς leonis catulus, λεοντίσκος parvus leo Կորիւն առիւծու. առիւծի լակոտ. ... *Ժամանակ ծննդեան առիւծակորեանն. Վրք. հց. ՟Ժ՟Թ: *Եբեր երկուս առիւծակորիւնս. Վեցօր. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”