- λεοντο-βάμων
λεοντο-βάμων, ονος, auf Löwen, Löwenfüßen ruhend, Aesch. bei Poll. 10, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντο-βάμων, ονος, auf Löwen, Löwenfüßen ruhend, Aesch. bei Poll. 10, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek