- λεοντο-βότος
λεοντο-βότος, Löwen nährend, Ῥεία, Nonn. D. 1, 21. 9, 147; – λεοντόβοτος, von Löwen beweidet, wo sich Löwen aufhalten, Λέρνα, Nonn. D. 8, 240; vgl. Strab. XVI, 747.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντο-βότος, Löwen nährend, Ῥεία, Nonn. D. 1, 21. 9, 147; – λεοντόβοτος, von Löwen beweidet, wo sich Löwen aufhalten, Λέρνα, Nonn. D. 8, 240; vgl. Strab. XVI, 747.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοβότος — λαοβότος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαοτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότος (< βόσκω), πρβλ. αιμο βότος, λεοντο βότος] … Dictionary of Greek