λεοντο-πόδιον

λεοντο-πόδιον

λεοντο-πόδιον, τό, Löwenfuß, ein Kraut, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλινοπόδιο — το (Α κλινοπόδιον) νεοελλ. γένος δικοτυλήδονων φυτών με ρόδινα ή πορφυρόχρωμα άνθη αρχ. αρωματικό φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με τα πόδια κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πόδιον (< πόδιον < πούς, ποδός), πρβλ. κυνο πόδιον, λεοντο πόδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”