- λεοντό-μορφος
λεοντό-μορφος, von Löwengestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-μορφος, von Löwengestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωπόμορφος — κνωπόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει τη μορφή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, πός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, λεοντό μορφος] … Dictionary of Greek
κριόμορφος — η, ο (Α κριόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό μορφος, ταυρό μορφος] … Dictionary of Greek