- λιθ-αργύρεος
λιθ-αργύρεος, α, ον, = Folgdm, Stesichor. bei Ath. X, 451 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθ-αργύρεος, α, ον, = Folgdm, Stesichor. bei Ath. X, 451 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek