- λιθό-ξεστα
λιθό-ξεστα, εἴδωλα, aus Stein gehauen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθό-ξεστα, εἴδωλα, aus Stein gehauen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek