- θεο-χόλωτος
θεο-χόλωτος, Gott verhaßt, Arr. Epict. 2, 8, 14, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-χόλωτος, Gott verhaßt, Arr. Epict. 2, 8, 14, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοχόλωτος — θεοχόλωτος, ον (Α) αυτός που έχει την οργή, τον χόλο τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χολωτος (< χολούμαι «θυμώνω»), πρβλ. αυτο χόλωτος, ευ εκ χόλωτος] … Dictionary of Greek