- θεο-φάνεια
θεο-φάνεια, ἡ, Erscheinung Gottes, K. S., von θεοφανής, Gott zeigend, adv., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-φάνεια, ἡ, Erscheinung Gottes, K. S., von θεοφανής, Gott zeigend, adv., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοφάνεια — (I) η (AM θεοφάνεια) 1. η παρουσία τής Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση τού Χριστού στον Ιορδάνη 2. η εορτή τών Φώτων, τής Βαπτίσεως τού Χριστού 3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάνεια (< φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο… … Dictionary of Greek