θεοφιλής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Θεόφιλος ή Θεοφιλάκης. Γεννήθηκε στη Λογγάστρα της Σπάρτης και πολέμησε με τους Γιατρακαίους και τους Μαυρομιχαλαίους. Τραυματίστηκε στο Βαλτέτσι, πολεμώντας με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το 1826… … Dictionary of Greek
κοσμοφιλής — κοσμοφιλής, ές (Μ) κοσμαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φιλής (< φιλώ, κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλέιν: φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το), πρβλ. δημο φιλής, θεο φιλής] … Dictionary of Greek
κοινοφιλής — κοινοφιλής, ές (Α) αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεο φιλής, λαο φιλής] … Dictionary of Greek
μετριοφιλής — μετριοφιλής, ές (Α) 1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές η αγάπη τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο φιλής] … Dictionary of Greek
μουσοφιλής — ές (Α μουσοφιλής, ές) προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο φιλής] … Dictionary of Greek
χριστοφιλής — ές, Α αυτός που αγαπά τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φιλής (< φίλος*), πρβλ. θεο φιλής] … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek