- θεο-φράδμων
θεο-φράδμων, ονος, göttlich sprechend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-φράδμων, ονος, göttlich sprechend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] … Dictionary of Greek