- θεο-τελής
θεο-τελής, ές, gottvollendet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-τελής, ές, gottvollendet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτελής — θεοτελής, ές (AM) αυτός που φτιάχθηκε τέλειος από τον θεό μσν. αυτός που εκτελεί το θέλημα τού θεού. επίρρ... θεοτελῶς (Μ) κατά το θέλημα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τελής (< τέλος), πρβλ. α τελής, ημι τελής] … Dictionary of Greek
υπερτελής — ές, ΜΑ 1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.) 2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος αρχ. 1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων… … Dictionary of Greek
αειτελής — ἀειτελής, ές (Α) (για τον Θεό) ακατάπαυστα, αιώνια τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + τελὴς < τέλος] … Dictionary of Greek