- θεο-τόκος
θεο-τόκος, Gott gebärend, Maria; θεότοκος, von Gott geboren, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-τόκος, Gott gebärend, Maria; θεότοκος, von Gott geboren, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτόκος — I Χριστιανική προσωνυμία της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Η προσωνυμία αυτή γενικεύτηκε στις τάξεις των χριστιανών τον 4ο αι., όταν διάφοροι αιρετικοί… … Dictionary of Greek
θαλασσότοκος — θαλασσότοκος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο β συνθετικό παθητική σημασία (πρβλ. εχιδνό τοκος, πρωτό τοκος)]. ο ζωολ.… … Dictionary of Greek
Ιησουτόκος — Ἰησουτόκος, ἡ (Μ) αυτή που έτεκε τον Ιησού, η Παναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιησούς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. Θεο τόκος, Χριστο τόκος] … Dictionary of Greek
Κυριοτόκος — Κυριοτόκος, ἡ (Α) (για την Παρθένο) αυτή που γέννησε τον Κύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος, Θεο τόκος] … Dictionary of Greek
ζωητόκος — ζωητόκος, ον (Μ) αυτός που δίνει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + τοκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος] … Dictionary of Greek
θαυμαστοτόκος — θαυμαστοτόκος, ον (Μ) (για το σώμα τής Θεοτόκου) αυτός που προκαλεί θαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμαστός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. Θεο τόκος, Χριστο τόκος] … Dictionary of Greek
καρποτόκος — καρποτόκος, ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α) αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, θεο τόκος] … Dictionary of Greek
κοσμοτόκος — κοσμοτόκος, ον (ΑM) μσν. αυτός που δημιούργησε τον κόσμο αρχ. (για φιλοσόφους) αυτός που δημιουργεί σύστημα ή θεωρία σχετικά με τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος, θεο τόκος] … Dictionary of Greek
κυδοιμοτόκος — κυδοιμοτόκος, ον (Α) αυτός που επιφέρει ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδοιμός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
κυοτόκος — κυοτόκος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, κουρο τόκος] … Dictionary of Greek
λυποτόκος — λυποτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά, που προξενεί λύπη, λυπηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο τόκος] … Dictionary of Greek