- θεο-σέπτωρ
θεο-σέπτωρ, ορος, ὁ, = ϑεοσεβής, Eur. Hipp, 1364.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-σέπτωρ, ορος, ὁ, = ϑεοσεβής, Eur. Hipp, 1364.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσέπτωρ — θεοσέπτωρ, ὁ (Α) ο θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σέπτωρ (< σέβομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό] … Dictionary of Greek