- θεο-σύλης
θεο-σύλης, ὁ, Tempelräuber; Suid.; Ael. V. H. 5, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-σύλης, ὁ, Tempelräuber; Suid.; Ael. V. H. 5, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοσύλης — ὁ, Μ συλητής χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σύλης (< συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο σύλης] … Dictionary of Greek