θεο-στιβής

θεο-στιβής

θεο-στιβής, ές, von Gott betreten, E. M. 445, 51 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοστιβής — θεοστιβής, ές (AM) αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο στιβής, χθονο στιβής] …   Dictionary of Greek

  • μονοστιβής — μονοστιβής, ές (Α) αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο στιβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”