- θεο-πάθεια
θεο-πάθεια, ἡ, das Leiden Gottes, Phot. bibl. 88, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πάθεια, ἡ, das Leiden Gottes, Phot. bibl. 88, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπάθεια — θεοπάθεια, ἡ (AM) το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ πάθεια, συμ πάθεια] … Dictionary of Greek