- παρ-ακοντίζω
παρ-ακοντίζω, mit dem Wurfspieße vorbei oder darüber hinauswerfen, Luc. Parasit. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ακοντίζω, mit dem Wurfspieße vorbei oder darüber hinauswerfen, Luc. Parasit. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… … Dictionary of Greek
παρακοντίζω — Α ρίχνω ακόντιο μαζί με άλλους ή δίπλα σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκοντίζω] … Dictionary of Greek