- θεο-παίγμων
θεο-παίγμων, ον, mit einem Gott spielend, Nonn. D. 30, 210.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-παίγμων, ον, mit einem Gott spielend, Nonn. D. 30, 210.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπαίγμων — θεοπαίγμων, ον (Α) αυτός που παίζει, που μετέχει σε αγωνίσματα μαζί με θεό. * [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παίγμων (< παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek