- θεο-πειθής
θεο-πειθής, ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πειθής, ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπειθής — θεοπειθής, ές (AM) αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ πειθής, ταχυ πειθής] … Dictionary of Greek