- θεο-πρᾱγία
θεο-πρᾱγία u. θεοπραξία, ἡ, göttliches Wirken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πρᾱγία u. θεοπραξία, ἡ, göttliches Wirken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπραγία — και θεοπραξία, ή (Μ) θεία ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πραγία ( πραγής < πράσσω < *πραγ jω), πρβλ. δικαιο πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek