- θεο-πρεπής
θεο-πρεπής, ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., ϑεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πρεπής, ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., ϑεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπρεπής — ές (AM θεοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός 2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.) επίρρ... θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς) με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπής (<… … Dictionary of Greek
λαοπρεπής — λαοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής, θηλυ πρεπής] … Dictionary of Greek
ουρανοπρεπής — οὐρανοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στα ουράνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής] … Dictionary of Greek
πατροπρεπής — ές, Μ αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής] … Dictionary of Greek
σωματοπρεπής — ές, Α αυτός που ταιριάζει στο σώμα, ο σχετικός με το σώμα. επίρρ... σωματοπρεπῶς Α κατά τρόπο σχετικό με το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής] … Dictionary of Greek
prep- — prep English meaning: to come in sight Deutsche Übersetzung: “in die Augen fallen; Erscheinung, Gestalt” Material: Arm. erevim “werde visible, erscheine”, erevak ‘shape, Bild, mark, token, sign”, eres (*prep s ), mostly pl. eresk” … Proto-Indo-European etymological dictionary