θεμίζω

θεμίζω

θεμίζω, richten, = ϑεμιστεύω, Hes., zügeln; im med., ϑεμισσαμένους ὀργάς Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • θεμίσσω — θεμίζω judge aor subj act 1st sg (epic) θεμίζω judge fut ind act 1st sg (epic) θεμίζω judge aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμισσαμένους — θεμίζω judge aor part mid masc acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμισῶν — θεμίζω judge fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμίσσειν — θεμίζω judge fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμίσων — θεμίζω judge fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμισα — θεμίζω judge aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • θεμίστωρ — θεμίστωρ, ορος, ό (Α) [θεμίζω] 1. αυτός που γνωρίζει τον νόμο, το δίκαιο 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνετός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”