- θεμίστωρ
θεμίστωρ, ορος, ὁ, nach Hesych. gerecht, verständig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμίστωρ, ορος, ὁ, nach Hesych. gerecht, verständig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμίστωρ — θεμίστωρ, ορος, ό (Α) [θεμίζω] 1. αυτός που γνωρίζει τον νόμο, το δίκαιο 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνετός» … Dictionary of Greek
θεμιστόρων — θεμίστωρ knowing right masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)