- θεμί-πλεκτος
θεμί-πλεκτος, vom Rechte geflochten, rechtlich erwarben, στέφανος Pind. N. 9, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμί-πλεκτος, vom Rechte geflochten, rechtlich erwarben, στέφανος Pind. N. 9, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινόπλεκτος — λινόπλεκτος, ον (Α) πλεγμένος με λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. εύ πλεκτος, θεμί πλεκτος] … Dictionary of Greek
ομόπλεκτος — ὁμόπλεκτος, ον (Α) ομοπλεκής*, πλεγμένος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. θεμί πλεκτος] … Dictionary of Greek