- πρεών
πρεών, ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῠδε κατὰ πρεόνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεών, ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῠδε κατὰ πρεόνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεών — όνος, ό, Α (ποιητ. τ.) βλ. πρών … Dictionary of Greek
πρεόνος — πρεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRION — I. PRION Getarum Princeps, auxilio Persae contra Aeeten veniens, ab Iasone occisus in proelio. Val. Flac. l. 6. Argon. v. 19. II. PRION Graece Πριὼν, locus Carthagine, apud Polybium. Item Ephesi, apud Strabonem, qui πριῶνα dicit esse collis iugum … Hofmann J. Lexicon universale
προπρεών — ῶνος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. πρόθυμος 2. ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρεών, μτγν. ποιητ. τ. τού πρῶν*] … Dictionary of Greek
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek