- λιβάνινος
λιβάνινος, von Weihrauch gemacht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβάνινος, von Weihrauch gemacht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβάνινος — λιβάνινος, ίνη, ον (Α) [λίβανος] 1. παρασκευασμένος από λιβάνι 2. αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek