λινο-εργής

λινο-εργής

λινο-εργής, ές, = λινεργής, Opp. Hal. 3, 444.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινοεργής — κοινοεργής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο εργής, νεο εργής] …   Dictionary of Greek

  • λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”