- λιν-ουργία
λιν-ουργία, ἡ, Bearbeitung des Flachses, Strab. XI, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιν-ουργία, ἡ, Bearbeitung des Flachses, Strab. XI, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτουργία — μιτουργία, ἡ (Μ) υφαντουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + ουργία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιτουργός (πρβλ. λιν ουργία) … Dictionary of Greek