λεβηρίς — skin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβηρίς — (I) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. δέρμα φιδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῡ κυάμου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέβος (παρλλ. τ. τού λοβός) + ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι ετ ηρίς, επ ετ ηρίς)]. (II) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… … Dictionary of Greek
λεβηρίδα — λεβηρίς skin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβηρίδας — λεβηρίς skin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβηρίδος — λεβηρίς skin fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUNICULUS — I. CUNICULUS animal olim Hispaniae peculiare, unde ei nomen forte ex Hebr. saphan, quô cuniculum denotari iam a multis annis, notum est. Certe e Graecis illud soli noverant Massilienses, qui fere sunt in Hispaniae confinio, et in Hadriani nummo,… … Hofmann J. Lexicon universale
VERNATIO — in veter. Onomastico λεβηρὶς. Dum enim diu in cavernis, totâ scil. hieme, torpent serpentes, situ muccôque obducuntur, qui concrescit, condensaturque circa corpus universum, ac cutis speciem habet. Quô pactô affecta serpens locum quaerit angustum … Hofmann J. Lexicon universale
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λεβίνθιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρέβινθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών τ. ἐρέβινθοι «ρεβίθια» και λεβηρίς (Ι) «δέρμα φιδιού»] … Dictionary of Greek
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
ԽՈՐԽ — (ի, ից.) NBH 1 0975 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. λεβηρίς, σόφαρ exuviae serpentis. Մորթ կամ մաշկ օձի ʼի բաց ձգելի ʼի հնութեան. օձու շապիկ. ... (լծ. եւ գրգլեալ. խըրխա. եւ քիւրք ). *Զծերութիւնն օձ ʼի բաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)