- λινο-πλόκος
λινο-πλόκος, Netze flechtend, strickend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινο-πλόκος, Netze flechtend, strickend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] … Dictionary of Greek